λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
Μωάμεθ ή Μεχμέτ — Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’, ο λεγόμενος Τζελεμπί (1389; 1421). Γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ A’, ανέβηκε στον θρόνο το 1402, ύστερα από την αιχμαλωσία του πατέρα του στη μάχη της Αγκύρας και τη νίκη του Ταμερλάνου. Ο … Dictionary of Greek
κινηματίας — ο αυτός που υποκινεί σε ανατρεπτικές ενέργειες ή αυτός που μετέχει σε στασιαστικά κινήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АЛЕКСЕЙ I ВЕЛИКИЙ КОМНИН — [греч. ̓Αλέξιος ὁ Μέγας Κομνηνός] (ок. 1180 или 1182 20.02.1222), трапезундский имп. (с апр. 1204). Внук визант. имп. Андроника I, основатель Трапезундской империи. После свержения Андроника в 1185 г. находился в изгнании, видимо, в Грузии у… … Православная энциклопедия
АНДРОНИК I ВЕЛИКИЙ КОМНИН ГИД — трапезундский имп. (февр. 1222 1235). Муж Анны, дочери Алексея I Великого Комнина, основателя Трапезундского гос ва. Единственный из Великих Комнинов, занявший имп. трон не по прямой линии из за малолетства наследника престола (буд. имп. Иоанна… … Православная энциклопедия